ξέθωρος

ξέθωρος
-η, -ο
1. αυτός που έχει χάσει το χρώμα του, ξεθωριασμένος
2. (για χρώμα) αυτός που έχει χάσει την αρχική του ζωηρότητα, άτονος
3. μτφ. αχνός, δυσδιάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + -θωρος (< θ. θωρ- τού θωρώ), πρβλ. κοντό-θωρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξέθωρος — η, ο 1. αυτός που έχασε το χρώμα του, ξεθωριασμένος. 2. για χρώμα, το άτονο, το όχι ζωηρό, το όχι έντονο, το ανοιχτό: Δε μ αρέσουν τα ξέθωρα χρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεθωριάζω — [ξέθωρος] 1. αφαιρώ το χρώμα κάποιου αντικειμένου, ξεβάφω, ξασπρίζω («ο ήλιος ξεθώριασε την μπλούζα») 2. χάνω το χρώμα μου, υφίσταμαι αλλοίωση τού χρωματισμού μου («ξεθώριασε το φόρεμά μου από το συχνό πλύσιμο») …   Dictionary of Greek

  • παράχρους — ουν και οος, οον, Α αυτός που έχει ψεύτικο, αλλοιωμένο χρώμα, ξεθωριασμένος, ξέθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χρους (< χροῦς»χρώμα»), πρβλ. κατά χρους] …   Dictionary of Greek

  • άτονος — η, ο επίρρ. α 1. χαλαρός, αδύναμος: Η απάντησή σου ήταν μάλλον άτονη. 2. όχι ζωηρός, ξέθωρος: Τα χρώματα του πίνακα είναι πολύ άτονα. 3. αυτός που δεν τονίζεται: Οι τύποι «ο», «η», «οι» του άρθρου είναι άτονοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοιχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ανοιγμένος: Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. 2. ξεσφραγισμένος, αβούλωτος: Άφησες το μπουκάλι ανοιχτό. 3. ευρύς, πλατύς: Ανοιχτός τόπος κι ευχάριστος. 4. άφραχτος: Το περιβόλι από τη μια μεριά ήταν ανοιχτό. 5. ελεύθερος: Η αρχαία Αθήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξίτηλος — η, ο 1. (για χρώματα ή γραφές), που εύκολα σβήνεται, που μπορεί να χάσει το χρώμα του. 2. σβησμένος, ξέθωρος, ξεθωριασμένος. 3. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, παροδικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξασπρουλιάρης, -α, -ικο — ο ξέθωρος, ο ξεθωριασμένος, αυτός που έχασε το χρώμα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”